- νοερώς
- (ΑΜ νοερῶς)επίρρ. βλ. νοερός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νοερῶς — νοερός intellectual adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοερός — ή, ό (ΑΜ νοερός, ά, όν, Α και νοηρός, ά, όν) 1. αυτός που συλλαμβάνεται με τον νου, αυτός που γίνεται αντιληπτός μόνο με τον νου («ἀόρατε, ἀκατάληπτε Δημιουργὲ τῶν νοερῶν οὐσιῶν», Μηναί.) 2. αυτός που γίνεται, που συντελείται στο πεδίο τού νου… … Dictionary of Greek
мысльно — (8*) нар. 1.Мысленно, в мыслях: тѣло и кровь по истинѣ быти г҃а і҃са х҃а. предълагаема того бж(с)твьною силою. мысльно же и невидимо. КР 1284, 402б; припадѣмъ ѥму, ˫ако блудница. мысльно прч(с)тѣи того лобызающе нозѣ КТур XII сп. XIV, 9; Взидемъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μετέχω — (ΑΜ μετέχω, Α και μετίσχω και αιολ. τ. πεδέχω) έχω μερίδιο σε κάτι, είμαι μέτοχος, έχω κάτι από κοινού με άλλον ή άλλους, συμμετέχω (α. «ἶσον τῶν ἀγαθῶν τῶν τε κακῶν μετέχειν», Ηρόδ. β. «ξὺν σοὶ μετεῑχον τῶν ἴσων», Σοφ.) | νεοελλ. έχω μέσα μου,… … Dictionary of Greek
τοπικός — ή, ό / τοπικός, ή, όν, ΝΜΑ [τόπος] 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε έναν συγκεκριμένο τόπο ή που προέρχεται από αυτόν (α. «τοπικά ζητήματα» β. «τοπικὴ δυναστεία», πάπ. γ. «τοπικαὶ φυλαί», Διον. Αλ.) 2. αυτός που εντοπίζεται ή αναφέρεται σε ένα … Dictionary of Greek
ՄՏԱՒՈՐԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0306 Chronological Sequence: Unknown date, 12c, 14c մ. νοερῶς եւն. Իբրեւ մտաւոր. մտօք. մտադրութեամբ. իմանալով. իմանալի եւ հոգեւոր օրինակաւ. եւ Առ ʼի միտս. խորհրդաբար. *Մտաւորաբար լսել, ընթեռնուլ, աղօթել. Մաքս. ի դիոն.: Գր. վկ. յիշ: Շ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)